ἐπικωμάσας

ἐπικωμάσας
ἐπικωμά̱σᾱς , ἐπικωμάζω
rush on
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπικωμά̱σᾱς , ἐπικωμάζω
rush on
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπικωμά̱σᾱς , ἐπικωμάζω
rush on
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπικωμά̱σᾱς , ἐπικωμάζω
rush on
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπικωμάσᾱς , ἐπικωμάζω
rush on
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐπικωμάσᾱς , ἐπικωμάζω
rush on
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επικωμάζω — ἐπικωμάζω (Α) [επίκωμος] 1. περιφέρομαι στους δρόμους μαζί με άλλους κωμαστές τραγουδώντας και διασκεδάζοντας 2. ορμώ κάπου με συνοδεία άλλων κωμαστών («ὅτε δὲ τῶν νεωτέρων αἴσθοιτό τινας συνευωχουμένους ὅπου δήποτε,... παρεῑν ἐπικωμάζων», Πολ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”